- προτείνομαι
- προτείνωstretch out beforeaor subj mid 1st sg (epic)προτείνωstretch out beforepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτείνομαι — 1 προτάθηκα βλ. πίν. 188 2 προτάθηκα, προτεταμένος βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: προτείνομαι : η μτχ. προτεταμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που εξέχει προς τα μπρος, π.χ. προτεταμένα ζυγωματκά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπροτείνομαι — (Α) προβάλλω ως πρόφαση, προφασίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προτείνομαι «προβάλλω, προσφέρω»] … Dictionary of Greek
προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
υποψηφίζω — Α [ὑπόψηφος] (συν. το παθ.) ὑποψηφιζομαι προτείνομαι ως υποψήφιος για πολιτικό ή εκκλησιαστικό αξίωμα … Dictionary of Greek
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek